παντοιάς

παντοιάς
-άδος, ἡ, Α [παντοίος]
το πολυποίκιλο σύμπαν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παντοίας — παντοί̱ᾱς , παντοῖος of all sorts fem acc pl παντοί̱ᾱς , παντοῖος of all sorts fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοιάδος — παντοιάς manifold universe fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вьсѧчьскыи — (190) пр. То же, что вьсѩкыи. 1.В 1 знач.: и съ философъ бесѣдоваше. събира˫а по бъчелѣ любострадьнѣи. ѿ вс˫ачьскыхъ красьна˫а. (ἐκ πάντων) ЖФСт XII, 39 об.; О томь ˫ако не подобаеть по степени и по старьишиньствѹ всѩчьскыи. но по избранию бывати …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • SABA vel SEBA — SABA, vel SEBA Ex Scriptura, inquit, Bochart. ὁ μέγας, l. 2. Phaleg. c. 25. scimus 4. esse populos Seba nomine, quia totidem gentium conditores huius nominis recenset Moses. Primum Chusi filium. Secundum nepotem ex Rhegmâ, Gen. c. 10. v. 7.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οίμη — οἴμη, ἡ (Α) 1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.) 2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμη λόγος, ἱστορία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη,… …   Dictionary of Greek

  • υπεραιωρώ — έω, Α 1. κρατώ κάτι ψηλά («κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας», Λιβάν.) 2. ναυτ. αγκυροβολώ για λίγο στα ανοιχτά («τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου», Ηρόδ.) 3. παθ. ὑπεραιωροῡμαι, έομαι κρέμομαι, αιωρούμαι, εκτείνομαι… …   Dictionary of Greek

  • Ραγκαβής — Επώνυμο παλιάς βυζαντινής οικογένειας, από την οποία καταγόταν και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ A’ ο Ραγκαβές. Άλλα σημαντικά μέλη της οικογένειας αυτής ήταν: 1. Αλέξανδρος Ρίζος (Κωνσταντινούπολη 1809 – Αθήνα 1892). Ποιητής, συγγραφέας, πανεπιστημιακός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”